- τικτικός
- τικ-τικός, ή, όν,A of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τικτικός — και τεκτικός, ή, όν, Α [τίκτω / τέκος] 1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν (ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους … Dictionary of Greek
τικτικόν — τικτικός of masc acc sg τικτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τικτικαί — τικτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτικός — ή, όν, Α βλ. τικτικός … Dictionary of Greek